- ξωτικός
- -ή, -ό, θηλ. και -ιάβλ. εξωτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(ε)ξωτικός — (ε)ξωτικός, ή και ιά, ό 1. που προέρχεται από ξένα, μακρινά μέρη, ιδίως από τροπικές χώρες, ξένος, μη εγχώριος. 2. (για φυτά), που φυτρώνει σε ξένους τόπους, που ήρθε από το εξωτερικό, που δεν είναι αυτοφυής: Εξωτικό λουλούδι. 3. ασυνήθιστος στην … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωτικός — και ξωτικός, ή και ιά, ό (AM ἐξωτικός, ή, όν) αυτός που προέρχεται από το εξωτερικό, ξένος («εξωτικά φυτά») μσν. νεοελλ. 1. ασυνήθιστος, αλλόκοτος 2. ο υπερβολικά όμορφος («εξωτική ομορφιά») 3. το θηλ. ως ουσ. (ε)ξωτικιά και ξωθιά α) νεράιδα β)… … Dictionary of Greek